ποεσιτρόφος

ποεσιτρόφος
-ον, Α
βλ. ποιοτρόφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ποεσιτρόφος — abounding in herbs masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιοτρόφος — και ποεσιτρόφος, ον, Α (για τόπο) αυτός που τρέφει πόες, χόρτα, αυτός που έχει αφθονία χόρτων («ποιοτρόφος αἶα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πόα / ποία + τρόφος (< τρέφω). Ο τ. ποεσιτρόφος κατά τα συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”